- κουσκούσι
- και κουσκουσί, το, και κουσκουσές, οείδος ζυμαρικού σε μικρούς βώλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kuskus].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουσκούσι — το βλ. κουσκουσές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουσκουσές — κουσκουσές, ο και κουσκούσι, το (λ. τουρκ.), είδος ζυμαρικού σε λεπτά κομμάτια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)